-
1 λῑτός
λῑτός (verwandt mit λίς, λεῖος), glatt, eben, schlicht, zunächst von glatter Weberei, im Gegensatz der bunt durchwirkten oder gestickten, ποικίλος u. δαίδαλος, s. λίς. – Λιτὴ δίαιτα, einfache, frugale Lebensweise, Plut., wie σιτία, Pol. 8, 37, 1; τροφὴ λιτοτάτη, Ath. V, 191 f; λ. βίος, Men. Stob. fl. 20, 17; ξεινίζειν ταχέως λιταῖσι τραπέζαις, Phocyl. 76; oft in der Anth., λιτῆς δῶρα ϑυηπολίης, Gaetul. 1 (V, 17), vgl. 3 (VI, 190); λιτὸς ἐγὼ τὰ τύχης, Antiphil. 6 (VI, 250). Aehnl. vrbdt Pol. λιτὸς κατὰ τὴν ἐσϑῆτα καὶ σίτησιν, 11, 10, 3, καὶ αὐτάρκης, 6, 48, 7; τὸ λιτόν, die Einfachheit, Plut. u. a. Sp. So auch adv. λιτῶς, D. L. 6, 105; λιτότατα διαιτᾶσϑαι, 10, 11. – Es nimmt aber dann auch die allgemeinere Bdtg »gering«, »unbedeutend« an, πολισμάτιον, Pol. 32, 23, 3; Ggstz von μέγας, Callim. Apoll. 10; auch = arm, Maneth. 2, 488. – Spätere schrieben auch λειτός, Phot. Vgl. Wolf Anal. 4 p. 508 ff.
-
2 λιτός
A simple, inexpensive, frugal,λιταὶ τράπεζαι Ps.-Phoc.81
;οἱ λ. χυλοί Epicur.Ep.3p.63U.
;λ. βίος Men.633
, Crates Theb.10;τροφὴ λιτοτάτη Ath.5.191f
;λιτὴ δίαιτα Plu.2.668f
, cf. 125d, etc.; τὸ λ. τῆς διαίτης, κατὰ τὴν δίαιταν, Epicur.Fr. 478, M.Ant.1.3; παρέξοδος (q.v.) - οτέρη Hp.Decent.8;λ. χλαμύδιον Men.442
;τὰ ἱμάτια λ. καὶ σώφρονα Jul.Caes. 317c
;μίτρη λιτὴ στυππείου Michel832.17
(Samos, iv B. C.); ὑποκεφάλαια δύο ἡμιτυβίου λιτά ib.l.23; [ἀσπίδας] χαλκᾶς λιτὰς δύο, opp. περίχρυσος μία, IG22.1491.31 (iv B. C.); ἅλα λιτὸν ἐπέσθων frugal salt, Call.Epigr.48;λ. ὀξίς Nicostr.Com.9
(cj. for λοιπή); λ. ὕδωρ πίνων D.L.8.13
; λ. χρίματα simple or plain unguents, Call. Lav.Pall.25;λ. ταφή Phld.Mort.30
; λ. ζωμός thin (chicken-) broth, Gal.12.295; of medicines, ἡ διὰ κωδυῶν λιτή (sc. δύναμις) Crito ap. Gal.13.38;ἡ διὰ μόρων λιτή Archig.
ap. eund.12.973;λ. ἔμπλαστροι Androm.
ap. eund.13.495, cf. 486; χάρτης λιτός, as a cargo, perh. cheap or coarse papyrus, Cat.Cod.Astr.1.104.28.2 of persons, poor, λ. γενόμενος τοῖς ἔχουσι μὴ φθόνει dub. in Dionys.Com.10 ( = Dionys.Trag.8); frugal,αὐτάρκεις καὶ λ. Plb.6.48.7
;κατὰ τὴν ἐσθῆτα καὶ σίτησιν ἀφελὴς καὶ λ. Id.11.10.3
;λ. περὶ δίαιταν Plu.2.709b
. Adv. - τῶς frugally, Sotad.Com.1.6, AP7.156 (Isid.);λ. βιοῦν D.L. 6.105
;λ. καὶ σωφρόνως ζῆν Ephor.149
J.; λαμπρῶς ἢ λ. ἐξενεχθέντας Phld.l.c.II metaph., of style, plain, simple, unadorned, Arist. Rh. 1416b25, D.H.Th.23, al.III paltry, petty, small,τάφος AP 7.73
(Gemin.), cf. 7.18 (Antip.Thess.); of persons, opp. μέγας, Call. Ap.10;πολισμάτια Plb.32.8.3
. Adv. - τῶς slightly,ἡψημένα Artem. 1.70
;λ. ἑφθά Diocl.Fr.141
; dub. sens. in Alc.Oxy. 1788 Fr.2.11. [ῑ, but [pron. full] ῐ late,λῐτὰ δεῖπνα Nonn.D.17.59
.]------------------------------------λῐτός (A), ή, όν, epith. of γαῖα, dub. sens. in Alex.Aet.1, Orph. A.92; λιτὴ χθών· ἀπὸ τοῦ προσκυνεῖσθαι καὶ λιτανεύεσθαι, Hsch.------------------------------------ -
3 περι-κοπή
περι-κοπή, ἡ, das Ringsumherbehauen, die Verstümmelung; Ἑρμῶν, Thuc. 6, 27; Andoc. 1, 15. 34 ff.; Plut. Nic. 1 u. sonst; auch τῆς πολυτελείας, Verringern, Cat. mai. 18. – Allgem. der Umriß, das Aeußere des Körpers, ὁμοιοτάτοις εἶναι δοκοῠσι κατά τε τὸ μέγεϑος καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, Pol. 6, 53, 6; bes. alles auf das Aeußere des Körpers Gewandte, Anzug, Pracht, κατὰ τὴν ἐσϑῆ τα καὶ τὴν ἄλλην περικοπήν, 5, 81, 3, λιτὸς κατὰ τὴν περικοπήν, 10, 25, 5, vgl. 32, 12, 6; Plut. oft, auch der äußere Umriß, das Bild. – Bei den K. S. Abschnitte der heiligen Schrift, welche zu bestimmten Zeiten vorgelesen wurden, sonst auch ῥῆσις. – Hesych. erkl. περικοπαί durch κλοπαί u. λῃστεῖαι, s. das Verbum.
-
4 περικοπή
περι-κοπή, ἡ,I cutting all round, mutilation, e.g. of the Hermae at Athens, Th.6.28, And.1.15, Plu.Alc.18, etc.; lopping of a tree, Thphr.CP5.4.7; docking of hair, Plu.2.42b; trepanning, Id.Cat.Ma. 9.2 metaph., cutting down, diminution, τῆς πολυτελείας ib. 18, cf. 2.84a.3 mason's work, PTeb.406.19 (iii A. D.).II outline, general form of a person or thing, Plb.6.53.6 ; λιτὸς κατὰ τὴν π. in externals, Id.10.22.5 ;π. καὶ χορηγία Id.31.26.7
, cf. Fr. 199, al.; π.κόσμου καὶ θεραπαινίδων D.S.31.27
, cf. 32a.2 in Metric, passage, section,κατὰ π. ἀνομοιομερῆ Heph.
Poeëm.4.5, cf. Sch.Heph.p.170C., Sch.Ar.Pl. 619.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικοπή
-
5 προ-στασία
προ-στασία, ἡ, der Vorstand, das Vorstehen, an der Spitze Stehen, τοῦ δήμου, τοῦ πλήϑους, Thuc. 2, 65; ὧν ἡγοῦντο ἐπ' ἐτησίῳ προστασίᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Νικάνωρ καὶ Φώτιος, 2, 80. 6, 89; Macht und Gewalt des Vorstehers, Herrschers, sein Ansehen, auch der äußere Glanz, mit dem er auftritt, Gefolge, Pracht, οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις, Pol. 4, 2, 7; ἱερὸν ἐπιφανέστατον τῷ τε πλούτῳ καὶ τῇ λοιπῇ προστασίᾳ, 1, 55, 8; auch κατὰ τὴν ἐσϑῆτα καὶ τὴν ἄλλην προστασίαν λιτός, 22, 17, 10; vgl. 5, 43, 3. 27, 13, 4; ἡ τοῠ συγγραφέως πρ., das Ansehen des Schriftstellers, 12, 28, 6, u. sonst. – Auch Parteiung, Faction, zur Beeinträchtigung eines Andern, τοῠτ' οὐχ ὁμολογουμένη προστασία, Dem. 30, 30, womit man 10, 52 vergleichen kann; Harpocr. erklärt βοήϑεια ὡς προισταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ. – Bei Aesch. 2, 105, ὡς δεῖ τὰ τῆς Ἀϑηναίων ἀκροπόλεως προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας, = προστάς, Vorhalle, Didym. bei Harpocr. h. v.; ἡ περὶ τὸ ϑέατρον πρ., Pol. 15, 30, 4. Nach Arcad. 99, 9 προστασιά zu accentuiren. – Bei Plut. Rom. 13 das röm. Patronat.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… … Dictionary of Greek
Θεοτόκης, Νικηφόρος — (Κέρκυρα 1731 – Μόσχα 1800). Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στην πατρίδα του και συνέχισε στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ίσως της Πάντοβα, όπου επιδόθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και των φυσικομαθηματικών επιστημών. Δίδαξε κατόπιν σε… … Dictionary of Greek
Γκάρικ, Ντέιβιντ — (David Garrick, Χέρφορντ 1717 – Λονδίνο 1779).Άγγλος ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε διάσημος για τις ερμηνείες του σε έργα του Σαίξπηρ. Πρωτοπαρουσιάστηκε σε ηλικία 24 ετών στο Λονδίνο, αρχικά σε έναν… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek